- λιθαργυροφανής
- λιθαργυροφανής, -ές (Α)αυτός που έχει όψη λιθαργύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθάργυρος + -φανής (< θφαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, παθ. αόρ. β' τού φαίνομαι), πρβλ. νυκτι-φανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθαργυροφανής — like litharge masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)